-
1 ходовой
επ.1. κινητικός, της κίνησης, της πορείας, του πλου ή της πτήσης•-ые качества самолта οι πτητικές τελειοποιήσεις του αεροπλάνου•
-ые испытания судна δοκιμές πλου σκάφους.
|| χρησιμοποιούμενος• εύχρηστος•-ая дорога χρησιμοποιούμενη οδός.
|| ευρισκόμενος σε λειτουργία•-ые автомобили αυτοκίνητα σε λειτουργία.
2. κινητός, μετακινούμενος.3. πλατιά, χρησιμοποιούμενος, πολύ συνηθιζόμενος. || πολύ διαδομένος•-ые идеи πολύ διαδομένες ιδέες.
4. ικανός• καπάτσος, καταφερτζής.εκφρ.- ое судно – σκάφος που πλέει προς τον άνω ρουν•ходовой парк – ντεπό επιδιορθωμένων μηχανών. -
2 ходовой
1. (связанный с движением, перемещением) κινητικός, της κίνησης 2. (подвижный, не укреплённый в постоянном положении) κινητός, μετακινούμενος 3. (непосредственно выполняющий работу) κινητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходовой
-
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал